ψιχίο — το 1. ψίχαλο. 2. πολύ μικρή ποσότητα: Εργάζεται τόσο σκληρά σ αυτόν και παίρνει ψιχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψίχουλο — το, Ν 1. τριμμένο κομματάκι ψωμιού, ψιχίο 2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («τα χρήματα που τού δίνει είναι ψίχουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. ουλο] … Dictionary of Greek
ψιχία — ἡ, Μ [ψίξ, ψιχός] ψιχίο, ψίχουλο … Dictionary of Greek
ψιχίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού ψιχίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
ψιχιώδης — και ψιχώδης, ῶδες, Μ [ψιχίον] όμοιος με ψιχίο … Dictionary of Greek
ψωθίον — τὸ, Α μικρό τεμάχιο, ψιχίο, ψίχουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω* / ψῆν «τρίβω», με δασύ επίθημα και κατάλ. ίον (πρβλ. κυτ ίον)] … Dictionary of Greek